- Καρίβες
- (Carib). Ομάδα φυλών, οι οποίες κατά την εποχή της ανακάλυψης της Αμερικής ζούσαν στις Μικρές Αντίλλες. Ονομάζονται και Κανίβες ή, εσφαλμένα, Καραΐβες (απ’ όπου πήρε την ονομασία της η Καραϊβική θάλασσα). Από πολιτιστική άποψη δεν φαίνεται να είχαν επαφή με τους λαούς του πολιτισμού των Άνδεων, όπως οι Ίνκας και οι Αϊμαρά. Ήταν ιδιαίτερα φιλοπόλεμοι και είχαν αποκτήσει φήμη –αν και όχι πάντοτε δικαιολογημένα– ανθρωποφάγων (η λέξη κανιβαλισμός προήλθε από την ισπανική ονομασία που τους δόθηκε, Κανίβες). Στην πραγματικότητα, υπεράσπιζαν πάντοτε με γενναιότητα την ανεξαρτησία τους. Πατροπαράδοτοι εχθροί των Κ. ήταν οι Οτομάκοι, με τους οποίους βρίσκονταν πάντοτε σε εμπόλεμη κατάσταση. Πριν από οποιαδήποτε ενέργεια, οι αρχηγοί (οι κασίκοι) συναθροίζονταν και μετά ακολουθούσαν χοροί, κατά τη διάρκεια των οποίων το φρόνημα των πολεμιστών εντεινόταν με διεγερτικά ποτά. Σε περίπτωση που σκόπευαν να επιτεθούν σε έναν οικισμό, εφάρμοζαν κυκλωτική τακτική, τις νυχτερινές ώρες, και εφορμούσαν με δυνατές κραυγές. Σήμερα οι Κ. είναι κυρίως εγκατεστημένοι σε μόνιμους οικισμούς στη Γουατεμάλα και στο νησί Ντομίνικα, ασχολούνται με τη γεωργία και κυρίως με την καλλιέργεια της μανιόκας και του βαμβακιού, από το οποίο κατασκευάζουν τις αιώρες τους. Για το κυνήγι χρησιμοποιούν δηλητηριασμένα με κουράρε βέλη, που τα εξακοντίζουν φυσώντας ένα καλάμι. Φέρουν χαρακτηριστικά της αμαζονικής φυλής· το μέσο ανάστημά τους κυμαίνεται στο 1,60 μ.
Dictionary of Greek. 2013.